- διατρεπτικός
- διατρεπτικός, -ή, -όν (Α)αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατρεπτικός — dissuasive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρεπτικώτατα — διατρεπτικός dissuasive adverbial superl διατρεπτικός dissuasive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρεπτικῶς — διατρεπτικός dissuasive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)